- υποκατακλίνω
- Α1. βάζω κάποιον να ξαπλώσει κοντά στο τραπέζι αλλά σε θέση κατώτερη2. εκκλ. μτφ. υποκύπτω στην αμαρτία3. μέσ. ὑποκατακλίνομαιμτφ. υποχωρώ, ενδίδω4. παθ. α) ξαπλώνω, πλαγιάζω κάτω από κάποιονβ) (για παλαιστή) παρέχω στον αντίπαλο τη δυνατότητα να μέ νικήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κατακλίνω «βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση, βάζω κάποιον να πλαγιάσει»].
Dictionary of Greek. 2013.